Ένα πρωινό του Μαΐου του 95 με τραίνο θα ξεκινούσα το ταξίδι της μετάθεσης (από την Τρίπολη), το οποίο για μένα θα ολοκληρωνόταν μιάμιση μέρα αργότερα, καθώς θα κατέβαινα στον σταθμό της Αλεξανδρούπολης. Ευτυχώς που έχει θάλασσα, νομίζω πως σκεφτόμουν χαιρετώντας τους συναδέλφους, που το ταξίδι τους θα συνεχιζόταν αρκετά χιλιόμετρα επιπλέον, σε έναν ακόμα πιο άγνωστο βορά.
Από την στιγμή που φύγαμε από την Θεσσαλονίκη, το βλέμμα μου δεν μπορούσε να χορτάσει τις εικόνες που έβλεπε, καθώς σταδιακά αποχωριζόμαστε τη δυτική Μακεδονία και μπαίναμε στους απέραντους κάμπους της Θράκης. Εικόνες που ακόμα κουβαλάω, μπερδεμένες μέσα μου, οι συστοιχίες με φυτεμένες λεύκες, οι υπέροχες στροφές του ποταμού Νέστου και μια ομορφιά εξωπραγματική, οι κάμποι ατελείωτοι με τα βουνά να ζωγραφίζουν το φυσικό όριο, οι πρώτοι μιναρέδες, τα πρώτα χωριά χωρισμένα σε χριστιανικούς και μουσουλμανικούς μαχαλάδες, οι αγρότες (μουσουλμάνοι) να σηκώνονται από την δουλειά μέσα στα σπαρτά και να μας χαιρετούν - très exotique, αν μπορείς να φανταστείς από πού προέρχομαι- , η λιμνοθάλασσα του πόρτο Λάγος και η φύση του νομού Έβρου, που με τη δικιά της χλωρίδα έθετε το όριό της και που αποτελούσε το καλωσόρισμά της.
Το μόνο που θυμάμαι από το τάγμα στο οποίο θα μας ξεφορτώσει κουρασμένους το στάγιερ εκείνο το γλυκό απόγευμα, ήταν το πόσες ανθισμένες τριανταφυλλιές υπήρχαν μπροστά από το διοικητήριο. Και μετά θα περάσουν οχτώ μήνες.
Αυτό που θα συγκρατήσω από την πόλη είναι, πόσο καινούργια φαινόταν, χωρίς κάποιο ίχνος παρελθόντος, αρκετά αργότερα θα διαβάσω πως αυτό το παρελθόν στην ουσία δεν ήταν και τόσο παλιό. Από παντού από την παραλία, αλλά και ακόμα πιο απομακρυσμένα στο εσωτερικό, από κάποιο ύψωμα, φαινόταν η Σαμοθράκη, το μαγικό βουνό πάντα με την κορυφή του χαμένη στα σύννεφα, τυλιγμένο με όλη τη γοητεία του μυθικού και του απροσπέλαστου. Πέντε χρόνια αργότερα θα γυρνούσα με την ίδια διαδρομή, για να κάνω το ταξίδι της επιστροφής πηγαίνοντας στη Σαμοθράκη αυτή τη φορά.
Από την μονάδα μου θα φύγω αρκετές φορές, μια για ένα μήνα εκπαίδευσης στην Σταυρούπολη της Ξάνθης, ναι πάλι πίσω στο Νέστο, μετά για σκηνάκια παραποτάμια και παραθαλάσσια αλλά και για ενάμιση μήνα στο φυλάκιο στην ενδοχώρα, για το οποίο το τάγμα μου ήταν υπεύθυνο.
Ήταν σ΄ ένα μέρος ουσιαστικά χαμένο στο πουθενά, που οριζόταν από το κεντρικό φυλάκιο με δύναμη περίπου τριάντα ατόμων και ένα λιλιπούτειο κάποια χιλιόμετρα ανηφορικά, με δύναμη τεσσάρων και ενός υπαξιωματικού. Πάντα στο στρατό μου άρεσε να απομονώνομαι να μπορώ να ησυχάζω, να ηρεμώ και να ονειρεύομαι... το φυλάκιο έπαιζε το ρόλο εκτοπισμού κατά κύριο λόγο ανεπιθύμητων προσωπικοτήτων, ανθρώπων που αντικειμενικά τους ξεφορτώνονταν εκεί, χωρίς να ξέρουν πότε θα μπορούσαν να επιστρέψουν ξανά σε ό,τι θα μπορούσε να εκφράζει πολιτισμό. Όταν κατέβαιναν στο τάγμα είχαν ένα βλέμμα χαμένο. Δεν το σκέφτηκα καθόλου για να αποφασίσω, στο πάνω τα πράγματα φαινόντουσαν πιο γαλήνια, από μια ομάδα ξεχασμένων και τρελαμένων. Η ομάδα με τους ερημίτες ήταν η δικιά μου.
Το μέρος ήταν σαν κλειστό οροπέδιο στο κέντρο του οποίου ήταν ένα διώροφο μικρό κτήριο, με μια καμαρούλα και δυο διπλά κρεβάτια, στο πλάι ένα μικρό μπάνιο, από πάνω ένα μικρό δωματιάκι που θα γινόταν ο χώρος μου για το επόμενο διάστημα και στη κορυφή του η σκοπιά. Εμείς οι πέντε λοιπόν, το μόνο που είχαμε να περιμένουμε ήταν το περίπολο να μας φέρνει το φαγητό και τα νέα του έξω κόσμου και κουβεντούλες ράθυμες κάτω από το κιόσκι, πάνω από το οποίο ταξίδευαν μόνο σύννεφα.
Είχε μια όμορφη μοναξιά αυτή η απομόνωση, με έκανε να αισθάνομαι πιο ποιητικά τον έξω κόσμο και μετά ήταν τα αστέρια. Όταν βράδιαζε, καθώς το μέρος ήταν πολύ απομακρυσμένο από κάθε συγκεντρωμένη δέσμη φωτός, η νύχτα ήταν σκοτεινή και τα αστέρια τόσο αστραφτερά και τόσο φαινομενικά κοντά. Ακριβώς, γιατί οι κορυφές περιμετρικά του υποφυλακίου έδιναν μια αίσθηση του περιορισμένου και πολλές φορές καθώς περπατούσα με το κεφάλι γυρισμένο πίσω, ήταν σαν να ζούσα σ΄ έναν κόσμο όπως της χιονισμένης γυάλινης μπάλας, που το μόνο που περίμενες ήταν κάποιος να την γυρίσει και συ να αντιστραφείς και να αρχίσεις να πέφτεις με την βαρύτητα ενός φτερού...
Κάποιες φορές το περίπολο κερνούσε κανένα μαγικό τσιγαράκι και όταν έφευγε και σηκωνόμουν από την ξάπλα στην ταρατσούλα της μικρής σκοπιάς, ξεκινούσα μεθυσμένος την βραδινή μου βόλτα, πάντα με το βλέμμα ψηλά, κάνοντας τον υποχρεωτικό κύκλο του μικρού μας κόσμου καμιά φορά και χωρίς φακό, με αποτέλεσμα να έχω βρεθεί ξαφνιασμένος και ευτυχώς γελώντας, ακόμα και σε όρυγμα δύο μέτρων.
Το διάστημα θα περάσει ήσυχα με τα βιβλία μου και τις μουσικές μου, θα κατέβω μια φορά για τηλέφωνο στους δικούς μου κι άλλη μια για να φύγω επιστρέφοντας ξανά στο τάγμα.
μιλώντας για στρατό
δυο εξαιρετικά post από τον lenonce
1 και
2
η κουβέντα ξεκινά στο γυφτάκι
εδώδυο ενδιαφέροντα αφηγήματα στον erva
Χριστιανόπουλος και κυρίως
Σαββίδηςμια αστεία ιστορία στον
Αtixκαι ένα υπέροχο διήγημα από τον vale-koupa
εδώένα όμορφο
δώρο από τον Αμβρόσιο