Πάλι έφυγα για το αγαπημένο μου νησί… Πάλι χωρίς φωτογραφική μηχανή, πάλι χωρίς μουσική, χωρίς ρολόι, χωρίς τηλέφωνο.
και μετά πάλι πίσω να προσπαθώ να ανασυνθέσω τις στιγμές που ήδη με κάποιον τρόπο είναι για μια ακόμη φορά μακρινές.
Το να φύγω μέσα στον Οκτώβρη ήταν τελικά μια όμορφη ιδέα που την έκανε ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη ανασυγκρότησης της καθημερινότητας ξανά στους φθινοπωρινούς ρυθμούς, η επιθυμία να δω ένα αγαπημένο μέρος με άγνωστα χρώματα, εντάξει και για να μην κρυβόμαστε η πάντα αδιαπραγμάτευτη ανάγκη φυγής.
...και αυτό το αίσθημα πάνω στο καράβι την ώρα που ξεκινά, το αεράκι που σε γεμίζει αναπνοές ελευθερίας και το λιμάνι που σιγά σιγά απομακρύνεται.
Πάνω στο καράβι γι άλλη μια φορά η ανάγκη ενός βιβλίου να γεμίσει τη σιωπή με εικόνες, παρέα με τα τσιγάρα και τον καφέ, καθώς τεντώνεις τα πόδια στο απέναντι καρεκλάκι και το βλέμμα παίζει με τον ήλιο. Πίσω στο νησί λοιπόν ξανά το βράδυ στις εντεκάμισι στο γνωστό καφέ με ζεστά χαμόγελα κι αγκαλιές και ένα νέο από τα ξαφνικά, της πώλησή του, και της πραγματικά τελευταίας μέρας λειτουργίας του από την δικιά μου παρέα.
Το ίδιο βράδυ τρεκλίζοντας ευχάριστα ζαλισμένος κουβαλώντας τα μπαγκάζια μου κατηφορίζω στο λιμάνι για να κοιμηθώ σ΄ ένα άδειο σπίτι.
Στρώνω το διπλό κρεβάτι μπροστά στην μπαλκονόπορτα, ανοίγω την τζαμαρία κι ανασαίνω είμαι ήδη αλλού
είμαι μακριά.
Την άλλη μέρα ξυπνώ σ΄ ένα λιμάνι που ελάχιστα θυμίζει τους γνωστούς καλοκαιρινούς του ρυθμούς με τις φωνές των παιδιών από το σχολείο να αντανακλώνται από τη απέναντι πλαγιά μέσα στην λιακάδα του κόλπου και να ταξιδεύουν με το βοριαδάκι.
Οι καλαμωτές μαζεμένες και τα περισσότερα μαγαζιά κλεστά, που θα φάμε σήμερα;
δύο ταβέρνες στο λιμάνι, μια στη χώρα, μια στο λιβάδι…
Επιστροφή στην αγαπημένη παραλία περπατώντας καθημερινά για να πάω εκεί, στο θαλασσινό νερό που θέλω πάντα να πίνω, στην ησυχία του παφλασμού των κυμάτων, του αέρα που σου ψιθυρίζει τους δικούς του χρησμούς, των πουλιών που διεκδικούν το χαμένο τους έδαφος.
Ο καιρός που αλλάζει απότομα και ο βοριάς που γίνεται ο κύριος του νησιού, τα ζεστά ρούχα που βγαίνουν από το σάκο, τα παράθυρά και οι πόρτες που τρίζουν αδιάκοπα στο άδειο σπίτι, οι ρακές και η κουβέντα που ταξιδεύουν την διάθεση, το τσιγάρο που πηγαίνει από χέρι σε χέρι, από χείλη σε χείλη, το sleeping bag που μπερδεύεται με τα σεντόνια το βράδυ.
Και μετά η μπουνάτσα, η απόλυτη νηνεμία και η επιστροφή του μυστικού καλοκαιριού
στον μεσαίο φθινοπωρινό μήνα.
Οι τράτες που μπαίνουν στο λιμάνι συνοδευόμενες από σύννεφα γλάρων, οι ψαράδες να διαλαλούν την πραμάτεια τους πριν ακόμα δέσουν το σκαρί τους, ο κόσμος που συγκεντρώνεται να ψωνίσει από κει, εγώ να κάνω χάζι με το φλιτζάνι του πρωινού μου καφέ στο χέρι, τα σχέδια για το βραδινό, η πολυτέλεια να είσαι με την παρέα σου στο μοναδικό τραπέζι στο γιαλό πάνω στην άμμο, τα φώτα που ανάβουν σιγά σιγά, το σούρουπο καθώς βραδιάζει, η θάλασσα ασημένια και ήρεμη να ενώνεται με τον ορίζοντα, τα γέλια μας, το κάστρο που φωτίζεται,
ο βραδινός ουρανός
τα αστέρια.
Και τις επόμενες μέρες η θάλασσα να είναι λαδένια και γω κολυμπώ ανάμεσα σε ψάρια,
η παραλία σχεδόν πάντα άδεια και ο ήλιος να ζεματά ακόμα
το κορμί μου που δεν πρόλαβε να τον συνηθίσει φέτος
και οι σκέψεις εκεί, σ΄ έναν άγνωστο προθάλαμο αναμονής μεταμορφωμένες σε αισθήσεις χωρίς φωνή.
Ο αναπτήρας που κρατούσα όλο το καλοκαίρι τελείωσε στο νησί
ξεκίνημα λοιπόν με καινούργιο αναπτήρα